δεξιτερός

δεξιτερός
δεξιτερός, -ά, -όν (Α)
1. (για μέλη τού σώματος μόνο, «δεξιτερῇ... χειρί», «δεξιτερῷ... ποδί») δεξιός
2. το θηλ. ως ουσ. η δεξιτερά
η δεξιά, το δεξί χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχ. συγκριτικό τ. τού επιθ. δεξιός*, που αντιτίθεται στο σκαιός «αριστερός» και αντιστοιχεί στο λατ. dexter].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δεξιτερός — right hand of two masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιτερά — δεξιτερός right hand of two neut nom/voc/acc pl δεξιτερά̱ , δεξιτερός right hand of two fem nom/voc/acc dual δεξιτερά̱ , δεξιτερός right hand of two fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιτερῶν — δεξιτερός right hand of two fem gen pl δεξιτερός right hand of two masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιτερόν — δεξιτερός right hand of two masc acc sg δεξιτερός right hand of two neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιτεροῖο — δεξιτερός right hand of two masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιτεροῖς — δεξιτερός right hand of two masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιτεροῖσι — δεξιτερός right hand of two masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιτεροῖσιν — δεξιτερός right hand of two masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιτεροί — δεξιτερός right hand of two masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιτεροῦ — δεξιτερός right hand of two masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”